πετούγια — η, Ν η μπετούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija (πρβλ. και μπετούγια)] … Dictionary of Greek
ζεμπερέκι — και ζουμπερέκι, το μπετούγια πόρτας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zemberek] … Dictionary of Greek