μπετούγια

μπετούγια
η
μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα των παραθύρων ή τών θυρών, που ανοίγει και κλείνει και από μέσα και από έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετούγια — η, Ν η μπετούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. bedija (πρβλ. και μπετούγια)] …   Dictionary of Greek

  • ζεμπερέκι — και ζουμπερέκι, το μπετούγια πόρτας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zemberek] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”